- ναστός
- -ή, -ὁ (ΑΜ ναστός, -ή, -όν) [νάσσω]1. αυτός που έγινε με ισχυρή συμπίεση, πυκνά συμπιεσμένος, σφιχτός, πατικωμένος2. αυτός που αποτελείται από την ίδια ύλη, από συμπιεσμένη μάζα, συμπαγής, στερεός, ο χωρίς κενό(μσν. -αρχ.) το ουδ. ως ουσ. τὸ ναστόν(για στρατ. παράταξη) πυκνότητααρχ.1. αυτός που είναι γεμάτος από κάτι, πλήρης («πόλις ναστὴ ἀνδρῶν», Ιώσ.)2. το αρσ. ως ουσ. ὁ ναστόςκαλά ζυμωμένη πίτα που χρησιμοποιούσαν κυρίως στις θυσίες, είδος τυρόπιτας3. (για τον σφυγμό) πυκνός4. φρ. «ναστὸς κάλαμος» — το φυτό κάλαμος ο πλίνειος.
Dictionary of Greek. 2013.